- μεταλλητος
- μετάλλητοςдор. μετάλλᾱτος 3подлежащий рассмотрению, исследованию Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετάλλατος — μετάλλατος, ον (Α) [μεταλλώ] (δωρ. τ. αντί μετάλλητος) αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek